παρασπείρω

παρασπείρω
παρασπείρω,
A sow among, Thphr.CP3.10.3 ([voice] Pass.), PCair.Zen. 269.35 (iii B. C., prob. [voice] Act.), BGU591.14 (i A. D., [voice] Pass.) : metaph., in [voice] Pass., [

ψυχὴ] παρεσπαρμένη τοῖς πόροις Pl.Ax.366a

; to be diffused over, τῷ λοιπῷ παρεσπάρθαι σώματι Sch.Epicur.Ep.1p.21U., cf. Nat.Herc. 1420 Fr.1 ; to be interspersed in,

ἡ πιμελὴ παρέσπαρται τῇ σαρκί Gal.1.345

; τοῖς σιτίοις παρέσπαρται [τὸ αἷμα] Id.Nat.Fac.2.8 ;

τὸ 'ιουδαίων γένος πολὺ κατὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην παρέσπαρται τοῖς ἐπιχωρίοις J.BJ 7.3.3

, cf. Str.17.3.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρασπείρω — Α 1. σπέρνω κοντά σε κάτι 2. σπέρνω επί πλέον 3. διασπείρω, διασκορπίζω 4. εισάγω με τρόπο ύπουλο, δόλιο και απατηλό 5. παθ. μτφ. διασπείρομαι, διασκορπίζομαι, διαχέομαι («παρεσπαρμένη τοῑς πόροις ἡ ψυχή», Πλατ.) …   Dictionary of Greek

  • παρασπορά — ἡ, ΜΑ [παρασπείρω] η σπορά κοντά σε κάτι άλλο μσν. (στα ιερά κείμενα τής Βίβλου) παρεμβολή αρχ. 1. διασπορά 2. ανάμιξη …   Dictionary of Greek

  • σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… …   Dictionary of Greek

  • συμπαρασπείρω — Α διασπείρω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρασπείρω «διασπείρω, διασκορπίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”